Άκουγε τη μουσική απο μακρυά, δεν μπορούσε να καταλάβει απο που ερχόταν ο ήχος. Άνοιξε τα μάτια της να δεί που βρίσκεται και δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν υπήρχε φως. Μόνο το λιγοστό που έμπαινε απο τις γρίλιες των παραθύρων.
Το πρόσωπό της πονούσε. Το ένιωθε.
Προσπαθούσε να κουνήσει τα χέρια της για να δεί τι έχει και πονάει όμως δεν μπορούσε. Την είχαν δέσει. Είναι γυμνή, δεμένη σε ένα κρεβάτι, χέρια και πόδια. Δεν θυμάται τίποτα. Το δωμάτιο μυρίζει σπέρμα, εκείνη όμως δεν θυμάται τίποτα. Δεν την έχουν αγγίξει.
Η ώρα περνούσε και δεν ακουγόταν κανείς. Περίμενε πολύ ώρα μέχρι που αποκοιμήθηκε έτσι όπως ήταν. Γύρισε το κεφάλι αριστερά για να μην τη "χτυπά" το φώς και άφησε τα όνειρά της να την πάρουν μακρυά απο εκείνο το βρωμερό δωμάτιο. Βαριανάσαινε... Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Απο το δρόμο ακούει σειρήνες περιπολικού να πλησιάζουν και να σταματούν έξω απο το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται. Άρχισε να φωνάζει. Κανείς δεν την άκουγε. Ούτε οι αστνομικοί απο κάτω. Συνέχισε όμως...
Απο την πόρτα ακούστηκε θόρυβος. Ακουγόταν φωνές να έρχονται προς το δωμάτιο. Πολλές αντρικές φωνές να γελούν και να δείχνουν οτι περνάν καλά. Τρία λεπτά μετά άνοιξε η πόρτα και τότε τον είδε. Και θυμήθηκε. Τον είχε ξαναδεί δυο μέρες πριν κάπου έξω και της χαμογελούσε. Δεν μίλησαν όμως, δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα. Πώς τη βρήκε;
Εκείνοι μόλις μπήκαν στο δωμάτιο σταμάτησαν να μιλάνε και είχαν μείνει αποσβολωμένοι και την κοιτούσαν ενώ, στα μάτια τους φαινόταν οτι κάτι πονηρό τριγύριζε στο μυαλό τους. Άρχισε να ανησυχεί...
Εκείνος την κοίταξε έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη και γυμνή στο κρεβάτι δεμένη στα χέρια και στα πόδια, πήγε κοντά της, της χαμογέλασε, της χάιδεψε το πρόσωπο και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνη ταράχτηκε και άρχισε να κάνει προσπάθειες να λυθεί. Εκείνος σηκώθηκε, την κοίταξε πάλι, της χαμογέλασε και της είπε "όσο και να προσπαθήσεις είσαι τόσο καλά δεμένη που δεν πρόκειται να λυθείς ποτέ, οπότε χαλάρωσε και απόλαυσέ το. Χειρότερο για εσένα θα το κάνεις αν μας εκνευρίσεις". Κινήθηκε προς τους άλλους και ξεκίνησε σιγά σιγά να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του και το έβγαλε, ενώ και οι άλλοι που ήταν στο δωμάτιο άρχισαν να γδύνονται παράλληλα. Είχαν όλοι τους καλοσχηματισμένα σώματα. Όταν γδύθηκαν σταμάτησαν και την κοιτούσαν για λίγο όλοι μαζί κι εκείνη, τότε συνειδητοποίησε αυτο που της είχε πει ο άλλος πριν. Και οι πέντε είχαν τόσο μεγάλες ψωλές που μεγαλύτερές τους δεν είχε ξαναδεί. Και ήταν αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε οτι ερεθίστηκε και φάνηκε στις ρώγες της οτι έτσι ήταν, κι εκείνοι το είδαν. Τότε ξεκίνησαν να κατευθύνονται προς το μέρος της. Εκείνη άρχισε να προσπαθεί να ξεφύγει πάλι. Δεν μπορούσε όμως, ενώ όλοι μαζί την κρατούσαν και τη χάιδευαν παντού. Όταν κατάλαβε πως μάταια προσπαθούσε σταμάτησε και τους άφησε να κάνουν ο,τι θέλουν. Τότε ο καθένας πήρε τη θέση του και ξεκίνησαν...
Εκείνη γύρισε απο την άλλη και κοιτούσε το παράθυρο. Το λιγοστό πλέον φως που είχε απομείνει και κατάφερνε και έμπαινε απο τις γρίλιες θα της κρατούσε συντροφιά μέχρι να τελειώσει το μαρτύριό της. Οι άλλοι το διασκέδαζαν...
Το πρόσωπό της πονούσε. Το ένιωθε.
Προσπαθούσε να κουνήσει τα χέρια της για να δεί τι έχει και πονάει όμως δεν μπορούσε. Την είχαν δέσει. Είναι γυμνή, δεμένη σε ένα κρεβάτι, χέρια και πόδια. Δεν θυμάται τίποτα. Το δωμάτιο μυρίζει σπέρμα, εκείνη όμως δεν θυμάται τίποτα. Δεν την έχουν αγγίξει.
Η ώρα περνούσε και δεν ακουγόταν κανείς. Περίμενε πολύ ώρα μέχρι που αποκοιμήθηκε έτσι όπως ήταν. Γύρισε το κεφάλι αριστερά για να μην τη "χτυπά" το φώς και άφησε τα όνειρά της να την πάρουν μακρυά απο εκείνο το βρωμερό δωμάτιο. Βαριανάσαινε... Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Απο το δρόμο ακούει σειρήνες περιπολικού να πλησιάζουν και να σταματούν έξω απο το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται. Άρχισε να φωνάζει. Κανείς δεν την άκουγε. Ούτε οι αστνομικοί απο κάτω. Συνέχισε όμως...
Απο την πόρτα ακούστηκε θόρυβος. Ακουγόταν φωνές να έρχονται προς το δωμάτιο. Πολλές αντρικές φωνές να γελούν και να δείχνουν οτι περνάν καλά. Τρία λεπτά μετά άνοιξε η πόρτα και τότε τον είδε. Και θυμήθηκε. Τον είχε ξαναδεί δυο μέρες πριν κάπου έξω και της χαμογελούσε. Δεν μίλησαν όμως, δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα. Πώς τη βρήκε;
Εκείνοι μόλις μπήκαν στο δωμάτιο σταμάτησαν να μιλάνε και είχαν μείνει αποσβολωμένοι και την κοιτούσαν ενώ, στα μάτια τους φαινόταν οτι κάτι πονηρό τριγύριζε στο μυαλό τους. Άρχισε να ανησυχεί...
Εκείνος την κοίταξε έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη και γυμνή στο κρεβάτι δεμένη στα χέρια και στα πόδια, πήγε κοντά της, της χαμογέλασε, της χάιδεψε το πρόσωπο και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνη ταράχτηκε και άρχισε να κάνει προσπάθειες να λυθεί. Εκείνος σηκώθηκε, την κοίταξε πάλι, της χαμογέλασε και της είπε "όσο και να προσπαθήσεις είσαι τόσο καλά δεμένη που δεν πρόκειται να λυθείς ποτέ, οπότε χαλάρωσε και απόλαυσέ το. Χειρότερο για εσένα θα το κάνεις αν μας εκνευρίσεις". Κινήθηκε προς τους άλλους και ξεκίνησε σιγά σιγά να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του και το έβγαλε, ενώ και οι άλλοι που ήταν στο δωμάτιο άρχισαν να γδύνονται παράλληλα. Είχαν όλοι τους καλοσχηματισμένα σώματα. Όταν γδύθηκαν σταμάτησαν και την κοιτούσαν για λίγο όλοι μαζί κι εκείνη, τότε συνειδητοποίησε αυτο που της είχε πει ο άλλος πριν. Και οι πέντε είχαν τόσο μεγάλες ψωλές που μεγαλύτερές τους δεν είχε ξαναδεί. Και ήταν αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε οτι ερεθίστηκε και φάνηκε στις ρώγες της οτι έτσι ήταν, κι εκείνοι το είδαν. Τότε ξεκίνησαν να κατευθύνονται προς το μέρος της. Εκείνη άρχισε να προσπαθεί να ξεφύγει πάλι. Δεν μπορούσε όμως, ενώ όλοι μαζί την κρατούσαν και τη χάιδευαν παντού. Όταν κατάλαβε πως μάταια προσπαθούσε σταμάτησε και τους άφησε να κάνουν ο,τι θέλουν. Τότε ο καθένας πήρε τη θέση του και ξεκίνησαν...
Εκείνη γύρισε απο την άλλη και κοιτούσε το παράθυρο. Το λιγοστό πλέον φως που είχε απομείνει και κατάφερνε και έμπαινε απο τις γρίλιες θα της κρατούσε συντροφιά μέχρι να τελειώσει το μαρτύριό της. Οι άλλοι το διασκέδαζαν...