
Το παγκάκι, ναι το θυμάμαι. Είναι απο εκείνα τα παλιά, τα ξύλινα με τις μεγάλες τις τάβλες και τα σιδερένια πόδια. Έχει χρόνια στο ίδιο σημείο και τα σημάδια όλων αυτών των χρόνων είναι εμφανή. Είναι μπροστά απο την αίθουσα αναμονής. Μια αίθουσα που άλλοτε έσφυζε απο κίνηση και ανθρώπους που θέλαν να ταξιδέψουν. Απο όνειρα που θέλαν να πραγματοποιηθούν. Απο αγάπη και λύπη. Αυτό το παγκάκι έχει βιώσει αποχωρισμούς και ανταμώσεις. Μια ζωή ολόκληρη στο ίδιο σημείο βλέπεις, τι άλλο μπορούσε να «κάνει»;
Εκείνος καθόταν εκεί, σε αυτό το παγκάκι. Ήταν όμως ξαπλωμένος επάνω στα ξύλα που ήταν μεγάλα και βόλευαν στο να ξαπλώνεις άνετα. Είχε ξαπλώσει εκεί και περίμενε, κοιτάζοντας τα πλατάνια απο τριγύρω. Τι κοιτούσε άραγε; Ποιος να ξέρει, μόνο ο ίδιος. Φαινόταν πολύ αφοσιωμένος σαν να μην ήθελε να τον ενοχλήσει κανείς. Το τραίνο θα αργούσε να περάσει και ένα ακόμη είχε μόλις φύγει για την αντίθετη κατεύθυνση.
Η ζωή προχωρούσε όμως, σε εκείνο το σημείο φαινόταν όλα να παραμένουν όπως ήταν τη στιγμή που ήρθε και ξάπλωσε εκείνος. Δεν είχε κουνηθεί καθόλου ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Είχε το ένα του χέρι πάνω απο το κεφάλι του, το άλλο είχε πέσει στο πλάι και τα πόδια του τα είχε το ένα πάνω στο άλλο. Φαινόταν οτι μουρμούριζε κάτι, σα να μιλούσε με κάποιον περισσότερο παρά να μιλούσε με τον εαυτό του. Σαν κάτι να τον ενοχλούσε και να προσπαθούσε να το λύσει.
Μήπως άκουγε το παγκάκι να του λέει τις ιστορίες του και εκείνος του έλεγε τις δικές του;
Σηκώθηκε επάνω και απο τα μάτια του τρέξαν δύο δάκρυα. Το πρόσωπό του είχε γίνει σκιθρωπό πλέον κι εκείνος δεν φαινόταν να είχε κέφι. Σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα στον καταπράσινο σταθμό των τραίνων που πλέον ήταν κλειστός λόγω περικοπής των λειτουργικών εξόδων του ΟΣΕ, ψιθύρισε κάτι, κοντοστάθηκε για λίγο όρθιος δίπλα απο τον πλάτανο που κοιτούσε τόση ώρα που ήταν ξαπλωμένος και μετά πήγε και κάθησε στην αποβάθρα με τα πόδια του να ακουμπάνε στις γραμμές του τραίνου. Εκεί κάθησε κάμποση ώρα και φαινόταν σαν πραγματικά να μην σκεφτόταν τίποτα. Το βλέμα του ήταν κενό, άδειο απο νοήματα και εκφράσεις.
Σηκώθηκε και πήγε και ξάπλωσε πάλι στο παγκάκι. Πέρασε αρκετή ώρα και, επικρατούσε ησυχία, εκείνος παρέμενε ακίνητος και περίμενε. Τι να περίμενε άραγε; Κοιτούσε γύρω του κάπου κάπου και επανερχόταν στην αρχική του κατάσταση. Το πλατάνι είχε γύρει προς το μέρος του για να του προσφέρει τη δροσιά του και ο αέρας φυσούσε και του χάιδευε τα μαλλιά του, κουνώντας του ένα τσουλούφι που κρεμόταν απο το πρόσωπό του.
Λίγα λεπτά μετά ακούστηκε ένα δυνατό σφύριγμα απο μακρυά και φάνηκε ένα φως να πλησιάζει γρήγορα ενώ το σφύριγμα γινόταν όλο και πιο έντονο. Το τραίνο πλησίαζε, εκείνος γύρισε και το κοίταξε καθώς αυτό ερχόταν όλο και πιο κοντά. Κρύφτηκε πίσω απο τραίνο καθώς αυτό σταματούσε.
Όταν το τραίνο ξεκίνησε πάλι εκείνος ήταν ακόμη εκεί, μόνο που τώρα είχε σηκωθεί και πλέον καθόταν κανονικά στο παγκάκι, στρίβοντας ένα τσιγάρο και κοιτάζοντας γύρω του ανυπόμονα.
Κάτι είχε γίνει, τόση ώρα δεν ήταν έτσι. Κάτι είχε γίνει κι εκείνος φαινόταν να είχε τρομάξει. Ποτέ δεν θα το μάθουμε όμως...
Με το που έστριψε το τσιγάρο σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του και άρχισε να προχωρά προς την έξοδο του σταθμού. Ήταν μόνος του και η μοναδική του παρέα ήταν τα πουλιά που παίζαν απο πάνω του στα δέντρα. Καλό σου ταξίδι άγνωστε, να προσέχεις...