Φαντάσου ένα χρόνο γεμάτο έρωτα. Και τη νύχτα, και τη νύχτα, για να μην νιώθεις μόνος θα με θυμάσαι. και θα σκέφτεσαι τι σημαίνει ένας χρόνος γεμάτος έρωτα.
Όπως το χιόνι. Το χιόνι που πέφτει την άνοιξη.
Αισθάνεσαι παράξενα όταν κλείνει η πόρτα πίσω σου. Στον ορίζοντα βλέπεις οτι χιονίζει και οι ακτίνες του ήλιου φωτίζουν τα πάντα. Ζεσταίνεσαι και περπατάς στο δρόμο μόνη, μοναδική παρέα η μουσική. Κοιτάζεις τον ουρανό και παρατηρείς το χιόνι που πέφτει και καλύπτει σιγά σιγά τη γή. Ένα άσπρο πέπλο πλέον υπάρχει "στρωμένο". Σου αρέσει που το βλέπεις, που το νιώθεις, που το μυρίζεις. Σου αρέσει που περνάς ανάμεσα απο τις νυφάδες αυτές.
Δεν ξέρεις τι γίνεται. Αισθάνεσαι τόσο όμορφα που θέλεις να πετάξεις, να αρχίσεις να φωνάζεις. Νιώθεις όπως τότε. Τότε που ήσουν ερωτευμένη, τότε που ήθελες να κατακτήσεις τον κόσμο. Περπατάς και τα βήματά σου είναι τόσο δυνατά και σίγουρα. Το νιώθεις, κάτι γίνεται. Κάτι αλλάζει. Σταματάς. Κενό στη σκέψη σου. Αφήνεσαι στην όμορφη μέρα και στον καθαρό ουρανό να σε παρασύρουν. Κάθεσαι σε μια γωνία και παρατηρείς το χιόνι που πέφτει.
Δεν σε νοιάζει αν περνάνε και σε κοιτάνε οι περαστικοί. Αδιαφορείς για όλους αυτή τη στιγμή.
Ανοίγεις το χέρι σου και παίζεις με τις νυφάδες του χιονιού που πέφτουν. Τις παρασύρεις με τον αέρα των δαχτύλων σου. Τις παρασύρεις και χαμογελάς.
Ανοίγεις το χέρι σου για να πέσει μια νυφάδα στο χέρι σου.
"Λεύκες. Έτσι τις λένε", είπες και ανασκουμπώθηκες. Σηκώθηκες ζωηρά απο τη γωνία που καθόσουν κάτω απο τον ήλιο. "Λεύκες" ψιθύρισες πάλι και άρχισες να προχωράς, πιο γρήγορα αυτή τη φορά.
Ο αέρας που σχηματιζόταν καθώς περνούσες έκανε τις λεύκες να κινούνται κυκλικά στον αέρα και να προσγειώνονται ανώμαλα. Η φιγούρα του κορμιού σου πλέον φαινόταν μακρυά, είχες αρχίσει να χάνεσαι ανάμεσα στα κτίρια, τον κόσμο, και τις λεύκες.
Κι εγώ έμεινα εκεί μόνος μου και σε παρατηρούσα. Δεν σου μίλησα, δεν ήθελα να σε τρομάξω. Στεκόμουν μόνος μου απέναντί σου και σε παρατηρούσα. Με κοίταξες πριν να φύγεις, και τρόμαξα. Νόμιζα πως με είχες καταλάβει.
Ήθελα να σε χαιρετήσω. Δεν πρόλαβα. Φοβήθηκα. Δεν ξέρω τί. Ίσως να είναι το... δεν ξέρω. Ήθελα να σου μιλήσω, να το ξέρεις.
Γεια.
Όπως το χιόνι. Το χιόνι που πέφτει την άνοιξη.
Αισθάνεσαι παράξενα όταν κλείνει η πόρτα πίσω σου. Στον ορίζοντα βλέπεις οτι χιονίζει και οι ακτίνες του ήλιου φωτίζουν τα πάντα. Ζεσταίνεσαι και περπατάς στο δρόμο μόνη, μοναδική παρέα η μουσική. Κοιτάζεις τον ουρανό και παρατηρείς το χιόνι που πέφτει και καλύπτει σιγά σιγά τη γή. Ένα άσπρο πέπλο πλέον υπάρχει "στρωμένο". Σου αρέσει που το βλέπεις, που το νιώθεις, που το μυρίζεις. Σου αρέσει που περνάς ανάμεσα απο τις νυφάδες αυτές.
Δεν ξέρεις τι γίνεται. Αισθάνεσαι τόσο όμορφα που θέλεις να πετάξεις, να αρχίσεις να φωνάζεις. Νιώθεις όπως τότε. Τότε που ήσουν ερωτευμένη, τότε που ήθελες να κατακτήσεις τον κόσμο. Περπατάς και τα βήματά σου είναι τόσο δυνατά και σίγουρα. Το νιώθεις, κάτι γίνεται. Κάτι αλλάζει. Σταματάς. Κενό στη σκέψη σου. Αφήνεσαι στην όμορφη μέρα και στον καθαρό ουρανό να σε παρασύρουν. Κάθεσαι σε μια γωνία και παρατηρείς το χιόνι που πέφτει.
Δεν σε νοιάζει αν περνάνε και σε κοιτάνε οι περαστικοί. Αδιαφορείς για όλους αυτή τη στιγμή.
Ανοίγεις το χέρι σου και παίζεις με τις νυφάδες του χιονιού που πέφτουν. Τις παρασύρεις με τον αέρα των δαχτύλων σου. Τις παρασύρεις και χαμογελάς.
Ανοίγεις το χέρι σου για να πέσει μια νυφάδα στο χέρι σου.
"Λεύκες. Έτσι τις λένε", είπες και ανασκουμπώθηκες. Σηκώθηκες ζωηρά απο τη γωνία που καθόσουν κάτω απο τον ήλιο. "Λεύκες" ψιθύρισες πάλι και άρχισες να προχωράς, πιο γρήγορα αυτή τη φορά.
Ο αέρας που σχηματιζόταν καθώς περνούσες έκανε τις λεύκες να κινούνται κυκλικά στον αέρα και να προσγειώνονται ανώμαλα. Η φιγούρα του κορμιού σου πλέον φαινόταν μακρυά, είχες αρχίσει να χάνεσαι ανάμεσα στα κτίρια, τον κόσμο, και τις λεύκες.
Κι εγώ έμεινα εκεί μόνος μου και σε παρατηρούσα. Δεν σου μίλησα, δεν ήθελα να σε τρομάξω. Στεκόμουν μόνος μου απέναντί σου και σε παρατηρούσα. Με κοίταξες πριν να φύγεις, και τρόμαξα. Νόμιζα πως με είχες καταλάβει.
Ήθελα να σε χαιρετήσω. Δεν πρόλαβα. Φοβήθηκα. Δεν ξέρω τί. Ίσως να είναι το... δεν ξέρω. Ήθελα να σου μιλήσω, να το ξέρεις.
Γεια.