Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Οι σταγώνες της βροχής.

Άνοιξε τα μάτια του και μέσα στο σκοτάδι έψαξε με το χέρι του να βρει το διακόπτη για το φώς. Εκεί πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα βιβλίο, παραξενεύτηκε, δεν το θυμόταν. Το πήρε, διάβασε τον τίτλο, μετά το γύρισε απο την άλλη και διάβασε την περίληψη. Άλλο ένα βιβλίο που μιλάει για έρωτες, αγάπη, πάθη και τα κλασσικά σκέφτηκε αλλά, ξεκίνησε να το διαβάζει. Μετά απο λίγη ώρα άναψε και το άλλο φως στην άλλη πλευρά του κρεβατιού για να βλέπει καλύτερα. Πλέον είχε αφοσιωθεί...

Ώρες αργότερα έκλεινε το βιβλίο, είχε μόλις τελειώσει την ανάγνωση και της τελευταίας σελίδας. Απο την έκφραση στο πρόσωπό του φαινόταν πως έκλαιγε, μπορούσε κάποιος να πει πως το βιβλίο τον είχε "αγγίξει" πραγματικά. Άφησε το βιβλίο στο κομοδίνο και σκεπάστηκε με την κουβέρτα επειδή ένιωθε ένα ρίγος να τον διαπερνά και το σώμα του να τρέμει. Έτσι σκεπασμένος καθώς ήταν έσβησε το φως και έμεινε πάλι στο σκοτάδι. Έμεινε ακίνητος για ένα λεπτό στο σκοτάδι κι έκλαψε.

. . . . . . . . . .

Πλέον είχε σηκωθεί απο το κρεβάτι και πήγαινε προς το παράθυρο, το άνοιξε και βγήκε στη βεράντα. Κοιτάζοντας μακρυά μπορούσε να καταλάβει πως σύννεφα είχαν πεικυκλ΄σει την περιοχή. Το καταλάβαινε απο τα φώτα τα οποία φαινόντουσαν θαμπά μέσα απο τα σύννεφα λες και πλησίαζε καμία κατάρα. Στάθηκε στην άκρη και κοιτούσε προς το βουνό, - η θάλασσα δεν του έκανε αίσθηση αυτο το βράδυ και δεν μπορούσε και να τη δει με τα σύννεφα παντού γύρω - προς τα φώτα του χωριού που βρισκόταν στην κορυφή τα οποία αχνοφαινόντουσαν ενώ το σύννεφο γύρω τους είχε πάρει ένα φωτεινό χρώμα που το έκανε να λάμπει. Καθώς στεκόταν και παρατηρούσε όλα αυτά ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται ενώ ένας κόμπος είχε ανέβει στο λαιμό του και τα μάτια του είχαν αρχίσει πάλι να δακρύζουν. Εκείνη τη στιγμή μια λάμψη φάνηκε στον ουρανό, το σχήμα ενός κεραυνού και δευτερόλεπτα μετά ο θόρυβος που κάνει. Τότε ξεκίνησε να βρέχει, το άκουγε παντού γύρω του καθώς η βροχή έπεφτε πάνω στα φύλλα των δέντρων. Ήταν 3 το πρωί κι εκείνος στεκόταν στην άκρη της βεράντας ενώ ένιωθε τις σταγόνες της βροχής να τον χτυπάνε στο πρόσωπο. Παγωμένες και συνεχόμενες, σαν κάποιος να τον είχε βάλει στόχο και να του τις έριχνε.

Κι έμεινε εκεί, στην άκρη της βεράντας, με το φώς απο την κολόνα στο δρόμο που φώτιζε και τη βροχή να τον χτυπάει. Έμεινε εκεί και έκλαιγε με ένα πνιχτό κλάμα και μόνο η βροχή μπορούσε να τον δεί και να τον ακούσει κι αυτός της έκανε παρέα, μέχρι που σταμάτησε κι έμεινε μόνος πλεόν. Εκεί, στην άκρη της βεράντας...

Μόνος.