- Μπαμπά που πάμε;
-Στην πόλη παιδί μου, θα δείς θα σου αρέσει.
- Εκεί έχει άλλα παιδιά για να παίζω; Έχει κούνιες για να κάνουμε βόλτα; Είναι ωραία; Πως είναι στην πόλη;
- Είναι πολύ ωραία, είναι ένα μέρος όπου μένει πάρα πολύς κόσμος, έχει πολλά παιδιά για να παίζεις και αρκετές κούνιες. Έχει ψηλά κτίρια τα οποία είναι σα να πετάνε στον αέρα και πολλά φώτα. Θα σου αρέσει θα δείς!
είπε ο μπαμπάς ενθουσιασμένος και χαμογελώντας στο παιδί του
- Κι αν δεν μου αρέσει; Θα με πάρεις να φύγουμε;
κούνησε καταφατικά ο πατέρας το κεφάλι.
- Μπαμπά αυτά τα ψηλά κτίρια εκεί είναι η πόλη;
- Ναι και όσο πλησιάζουμε θα γίνονται όλο και πιο ψηλά και θα δείς οτι θα σου αρέσει.
χαμογέλασε το παιδί, ξάπλωσε πίσω στη θέση του και απολάμβανε τη διαδρομή ενώ παρατηρούσε τα ψηλά κτίρια με τα φώτα να πλησιάζουν και χαμογελούσε.
φτάνοντας στην πόλη το παιδί χαμογελούσε και παρατηρούσε τα πάντα. έβλεπε όντως πάρα πολύ κόσμο στο δρόμο και πολλά παιδιά. σταματήσαν επιτέλους και βγήκε να παίξει. πήγανε σε μια παιδική χαρά όμως κανένα απο τα παιδιά δεν του μιλούσε, όλα έπαιζαν μόνα τους. δεν μιλούσαν μεταξύ τους κι εκείνο άρχισε να χάνει τη χαρά και τον ενθουσιασμό που είχε. έτσι μετά απο λίγο φύγαν. πήγαν μια βόλτα μέσα στην πόλη. το παιδί κοιτούσε τα κτίρια, ήταν όντως πολύ ψηλά σκεφτόταν και κοιτούσε συνεχώς γύρω του για να παρατηρήσει τα πάντα. και τα έβλεπε, απορροφούσε εικόνες και αποτύπωνε εντυπώσεις. προχωρούσε με τον μπαμπά του. μετά απο μισή μέρα στην πόλη και αφού ο μικρός τα είδε όλα, πήραν το δρόμο της επιστροφής. Είχε πλέον αρχίσει να βραδιάζει.
- Μπαμπά δεν θέλω να με ξαναπάς εκεί πέρα. Δεν μου αρέσει η πόλη.
- Γιατί μωρό μου, τι έγινε και δεν σου άρεσε;
- Τα παιδία εκεί πέρα δεν παίζουν με όλους, είναι μόνα τους και δεν μιλάν. Στο χωριό δεν είναι έτσι. Όλοι μιλάμε μεταξύ μας και παίζουμε μαζί. Δεν μου άρεσε, και ο κόσμος δεν χαμογελάει. Δεν θέλω να μένω σε ένα μέρος όπου κανείς δεν χαμογελάει και όλοι τρέχουν.
- Μα είναι όμως και φυσιολογικό αυτό μωρό μου, τα παιδιά στην πόλη δεν μιλάνε σε όλους επειδή φοβούνται, μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Δεν θέλουν να πάθουν κανένα κακό και ακόμη περισσότερο οι γονείς τους.
- Γιατί, τι μπορεί να συμβεί στην πόλη στα μικρά παιδάκια;
- Θα σου εξηγήσω όταν φτάσουμε σπίτι για να καταλάβεις.
- Καλά, πάντως δεν θέλω να με ξαναπάς εκεί πέρα. Και τα κτίρια είναι πολύ ψηλά και δεν μου άρεσε. Φοβήθηκα.
- Μα δεν πρέπει να φοβάσαι, είναι καλά φτιαγμένα και δεν θα πάθεις κάτι. Απλά πρέπει να είναι ψηλά γιατί δεν χωράνε.
- Δεν θέλω, και ο ουρανός; Που ήταν ο ουρανός. Δεν μπορούσα να τον δω. Δεν είδα ούτε ένα αστέρι. Στο χωριό τα βλέπω όλα. Δεν κρύβεται τίποτα. Γιατί μπαμπά δεν φαίνονται τα αστέρια στην πόλη;
- Επειδή παιδί μου δεν μπορούν να φανούν λόγω του οτι στην πόλη έχει πολλά φώτα.
- Και πως μπορούν οι άνθρωποι να καθήσουν στην αυλή του σπιτιού τους όλοι μαζί, να γελάνε και να παρατηρούν τα αστέρια και τον ουρανό όπως κάνουμε εμείς στο χωριό. Δεν είναι ωραία στην πόλη. Δεν είναι όπως στο σπίτι μας. Εγώ θέλω να είμαστε μαζί και να βλέπουμε τα αστέρια. Να με κρατάς στην αγκαλιά σου και να καθόμαστε. Θέλω να μιλάω με τα παιδιά στην παιδική χαρά. Δεν θέλω να ξαναπάω στην πόλη.
και γύρισε απο την άλλη πλευρά του καθίσματος κοιτάζοντας έξω. Ο μπαμπάς του χαμογέλασε, του χάιδεψε το κεφάλι και συνέχισε να οδηγεί. Εκείνη τη στιγμή ένα αστέρι τρεμόπαιζε στον ουρανό και έπεσε. Το παιδί το είδε και έκανε μια ευχή: Να γίνει ο κόσμος πιο όμορφος και πιο ελεύθερος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου