Πλησιάζανε μεσάνυχτα. Ήταν ένα ήρεμο βράδυ σε ένα σπίτι κάπου στη Θεσσαλονίκη. Μια παρέα δυο παιδιών είχε ξεμείνει απο ένα πάρτυ εκείνο το βράδυ στο σπίτι και, συζητούσαν πλέον οι δυό τους.
- Σε λίγη ώρα θα βγούνε τα φαντάσματα. Κάθε μέρα, ξεκινάνε τη βόλτα τους την ίδια ώρα. Το λένε όλοι.
- Μα είναι ακόμη 11 το βράδυ. Μην λες βλακείες και με τρομάζεις. Δεν βγαίνουν τόσο νωρίς τα φαντάσματα.
- Κι όμως. Τέτοια ώρα περίπου βγαίνουν, το λένε όλοι. Μας το είχε πει και η Αναστασία, δεν θυμάσαι; Δεν θυμάσαι την ιστορία που μας είχε πει και είχαμε τρομάξει όλοι μας;
- Δεν μπορείς απλά να σταματήσεις να λες βλακείες και να με τρομάζεις συνέχεια; Αφού στο έχω πει πολλές φορές πως δεν μου αρέσει να μου μιλάνε για αυτά. Δεν μπορώ να επιστρέψω σπίτι μετά.
- Καλά. Ας δούμε τηλεόραση.
Καθήσανε στον καναπέ και έβλεπαν τηλεόραση χωρίς να μιλάνε. Μόνο η τηλεόραση ακουγόταν και τα χρώματα απο τις εικόνες φαινόντουσαν στους τοίχους του διαμερίσματος, πότε να φωτίζουν και πότε να σκοτεινιάζουν το δωμάτιο.
- Θα φύγω. Βαρέθηκα, πέρασε και η ώρα. Πρέπει να πάω σπίτι, αύριο έχω πρωινό ξύπνημα.
- Εντάξει κούκλα, όπως θέλεις. Δεν σηκώνομαι να σε πάω μέχρι την πόρτα, βαριέμαι. Καλό δρόμο να έχεις και να μου κάνεις αναπάντητη όταν φτάσεις σπίτι να ξέρω οτι είσαι καλά. Αν τρομάξεις στο δρόμο, πάρε με τηλέφωνο να μιλάμε, να έχεις παρέα.
- Εντάξει. Καληνύχτα.
Η ώρα είχε περάσει και αυτός ήταν μόνος του στο διαμέρισμά του πλέον. Καθόταν και συνέχισε να βλέπει τηλεόραση ενώ τον είχε μισοπάρει ο ύπνος. Μέχρι που τον ξύπνησε το κινητό.
- Ναι, έλα, τι έγινε; Φοβάσαι και πήρες τηλέφωνο να σου κάνω παρέα μέχρι να πας σπίτι;
- Δεν ξέρω, τρομάζω τώρα που περπατώ στο δρόμο. Έχω την αίσθηση πως κάποιος με ακολουθεί. Νιώθω πολύ παράξενα και πως κάθε βήμα μου το ακολουθεί ένα ακόμη ξένο.
- Είσαι χαζό. Άλλη φορά δεν θα σου ξαναπώ τέτοιες ιστορίες αλλιώς, θα κοιμάσαι σπίτι μου.
- Μην είσαι βλάκας ρε. Σου λέω αλήθεια. Κάποιος με ακολουθεί μόνο που δεν μπορώ να τον εντοπίσω. Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται. Φοβάμαι. Να γυρίσω πίσω να κοιμηθώ σε εσένα;
- Αφού σχεδόν έχεις φτάσει, τώρα θα γυρίσεις πίσω; Έχεις κάνει τη μισή και βάλε διαδρομή. Δεν φοβάσαι να γυρίσεις πίσω;
- Φοβάμαι αλλά, φοβάμαι περισσότερο να συνεχίσω για το σπίτι και να μείνω μόνη μου απόψε.
- Εντάξει έλα. Όπως θέλεις. Θα σου στρώσω και σε περιμένω. Ναι; Μην αργήσεις. Ο,τι και να γίνει να με πάρεις τηλέφωνο. Έλα, φιλιά προς το παρόν.
- Μάλιστα. Θα τα πούμε σε λίγο.
Λίγη ώρα μέτα το τηλέφωνο χτυπά παλι. Καθώς πάει να το σηκώσει χαμογελάει σκεφτόμενος οτι φοβήθηκε πάλι και, της απαντά.
- Ναι, έλα Μαράκι. Τι έγινε; Πάλι φοβάσαι;
- (Σιωπή)
- Μαράκι; Είσαι εκεί;
Ένας μακρινός θόρυβος ακουγόταν απο το βάθος του τηλεφώνου και κάποιος σα να παλεύει. Η Μαρία δεν απαντούσε.
- Μαράκι; Μαρία; Είσαι καλά; Τι γίνεται; Τι παθαίνεις;
- Γιώργο!!!! Γιώργο. Βοήθεια. Γιώργο. Με ακούς;
- Μάρια; Τι γίνεται γαμώτο, Μαρία, είσαι καλά; Που είσαι; Μαρία;
- (Κενό) και ξαφνικά, η γραμμή κλείνει.
- Όχι ρε πούστη μου, οχι ρε να πάρει. Τι έγινε; Τι έπαθε;
Την ξαναπήρε πίσω. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπήσει μέχρι που έκλεισε μόνο του. Ξαναπήρε. Τίποτα. Αγωνία. Άρχισε να περπατά πάνω κάτω στο δωμάτιο προσπαθώντας να σκεφτεί τι να κάνει. Η νύστα που είχε πιο πρίν, πλέον είχε αποχωρήσει και τώρα τον είχε κυριεύσει μια αγωνία. Αγωνία και περιέργια για το τι μπορεί να είχε γίνει. Δεν το πολυσκέφτηκε. Ντύθηκε, φορώντας ότι πιο πρόχειρό βρήκε, και βγήκε στο δρόμο να τη βρεί.
Έψαχνε για λίγη ώρα γύρω απο το σπίτι του και περνώντας απο ένα στενάκι όπου επικρατούσε ησυχία, άκουσε κάποιον να κλαίει και να κάνει λες και τον είχαν χτυπήσει. Κοκκάλωσε. Δεν ήθελε να σκέφτεται πως αυτήν είναι η Μαρία. Δεν ήθελε να υποθέσει πως αυτός φταίει για όλο αυτό. Πήγε κοντά να δεί ποιος είναι. Η Μαρία. Το φοβήθηκε και βγήκε αλήθεια. Το φοβήθηκε και δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έτρεξε κοντά της.
- Μαρία, Μαρία, ξύπνα. Μαρία, είσαι καλά; Τι σου κάνανε;
- Γιώργ...
- Μαρία, μίλα μου. Μαρία, μην κοιμάσαι.
Βγάζει το κινητό του και τηλεφωνεί στο 166.
Μαρία, μίλησέ μου σε παρακαλώ. Μίλησέ μου. Μην κλείνεις τα μάτια σου, μην κοιμηθείς. Ποιος σε χτύπησε. Τι έγινε; Μπορείς να κρατηθείς λίγο ακόμη; Έρχεται ασθενοφόρο να μας πάει στο νοσοκομείο, θα γίνεις καλά. Μαρία, σε παρακαλώ μην κοιμάσαι. Δεν πρέπει να κοιμηθείς τώρα. Όχι τώρα. Όχι. Μη. Δεν πρέπει τώρα. Μαρία, μή!!!
Η νύχτα πέρασε στο νοσοκομείο. Ο Γιώργος ήταν συνεχώς δίπλα στη Μαρία. Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η επέμβαση που της έκαναν οι γιατροί για να κλείσει η πληγή και τώρα ήταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να μην το πει σε κανέναν και να μείνει μαζί της; Να επικοινωνήσει με τους δικούς της για να τους το πεί και να έρθουν να τη δούνε και να είναι κοντά της; Να πάρει στους φίλους τους τηλέφωνο και να τους πει τι έγινε; Δεν ήξερε. Μόνο καθόταν εκεί μαζί της, δίπλα απο το κρεβάτι και της κρατούσε το χέρι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο προς το παρόν. Θα περίμενε να ξημερώσει και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε.
Το επόμενο πρωί, ήρθε και, τον βρήκε να κοιμάται κρατώντας σφιχτά το χέρι της στα δικά του για να τη νιώθει. Τον ξύπνησε εκείνη, του χαίδεψε το κεφάλι, και του χαμογέλασε την ώρα που αυτός σήκωνε το κεφάλι του έντρομος μήπως έγινε κάτι. Του χαμογέλασε και του μίλησε με ένα ήσυχο και απαλό τόνο στη φωνή της καθώς ήταν εξαντλημένη. Δεν ήξερε τι να πεί. Τι να της πει. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει, ένιωθε πολύ άσχημα. Της μίλησε και της είπε πως ένιωθε. Δεν ήξερε τι γινόταν. Δεν ήξερε τι έγινε. Ήθελε να μάθει. Να μάθει τι έγινε και να την προστατέψει απο εδώ και πέρα. Να τη βοηθήσει να γίνει καλά πάλι.
Η Μαρία, ανάρρωσε γρήγορα. Ο οργανισμός της ήταν δυνατός και εκείνη αποδείχτηκε δυνατή επίσης. Ο Γιώργος ένιωσε καλύτερα πλέον. Τώρα που την έβλεπε να καλυτερεύει και να ξανανιώθει δυνατή και σίγουρη για τον εαυτό της. Είχε περάσει πολύ δύσκολα εκείνη την περίοδο. Απο εκείνο το βράδυ και έπειτα. Όταν η Μαρία είχε γίνει καλά και είχε βγεί απο το νοσοκομείο, για κάποιο καιρό, έβλεπε ένα ψυχολόγο για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Να μπορέσει να κάνει κάτι για να γίνει καλύτερα.
Λίγο καιρό μετά, μίλησε και με το Γιώργο. Τον πήρε αυτή τηλέφωνο. Του είπε πως θέλει να τον δεί και πως θέλει να μιλήσουνε. Κανονίσανε να βρεθούνε σπίτι της. Είχε αλλάξει σπίτι πλέον. Έμενε σε άλλη γειτονιά, μακρυά απο εκεί. Και ο Γιώργος είχε αλλάξει γειτονιά. Δεν μπορούσε να μένει άλλο εκεί. Του ήταν δύσκολο πλέον.
Πήγε απο το σπίτι της και καθήσανε και μιλήσανε. Του έκανε καφέ, βγήκανε στη βεράντα και κοιτάζοντας προς την πόλη και τη θάλασσα απο ψηλά, τη ρώτησε τι έγινε και εκείνη ξεκίνησε να του μιλά. Του μίλησε για όλα, για εκείνο το βράδυ. Για όλα. Του είπε για το πως ένιωθε αρχικά όταν τον πήρε τηλέφωνο. Του είπε με κάθε λεπτομέρεια σχεδόν τα πάντα. Όσα μπορούσε να περιγράψει λεπτομερώς. Τα υπόλοιπα τα προσπερνούσε απλά αναφερόμενη σε αυτά. Του είπε για όλα. Για το κυνηγητό, για το οτι έβγαλε το κινητό της να τον πάρει τηλέφωνο και το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να δει το όνομά του. Δεν ήξερε αν είχε προλάβει να καλέσει. Του είπε για τον τύπο, για το βιασμό, για το μαχαίρι, για την τσάντα, για το κάρφωμα, για το αίμα. Του τα είπε όλα, του τα περιέγραψε. Τα έβγαλε απο μέσα της και ένιωθε πως όσο μιλόυσε και του τα έλεγε, ένα βάρος έφευγε απο μέσα της. Τα έλεγε και ένιωθε όμορφα. Κοιτούσε ακόμη τη θάλασσα όταν τελείωσε.
- Και εσύ ήσουν εκεί. Σε θυμάμαι. θυμάμαι που είπα το όνομά σου πριν, "χαθώ"... Σ'ευχαριστώ.
- Αχ ρε Μαράκι. Την πήρε στην αγκαλιά του. Δεν την άφησε μέχρι τη στιγμή που εκείνη χαλάρωσε. Καθήσανε όλο το βράδυ μαζί. Φάγανε και χαζολογήσανε. Η νύχτα πέρασε όμορφα. Η Μαρία ήταν καλά. Το έβλεπε κι εκείνος, το ένιωθε και αυτή. Ένιωσε καλύτερα απο όταν τα συζητούσε όλα αυτά με το γιατρό. Ένιωσε καλύτερα τώρα που τα είπε στο Γιώργο. Κι εκείνος ένιωσε καλύτερα που κατάλαβε πως η Μαρία δεν του κρατούσε κακία για τίποτα. Ήταν όλα πολύ καλά. Καλύτερα απο πρίν. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε εκεί. Της κρατούσε το χέρι όταν κοιμόντουσαν. Δεν την άφησε.
Μια φιλία δυνατή γεννήθηκε εκείνο το βράδυ. Την αγάπησε σαν την αδελφή του και την προστάτευε πάντα. Και όλα αυτά εξαιτία εκείνης της νύχτας.
Εκείνη τη νύχτα που τη σκότωσε. Ο φοίνηκας όμως ξαναγεννιέται απο τις στάχτες του.